προσκληρόω-ῶ

πρόσκλησις

προσκλητικός
πρόσκλησις, εως () citation en justice, Ar. Vesp. 1041 ; Plat. Leg. 846b, 855d ; Dém. 1054, 21, etc.
Étym. προσκαλέω.