προσκοπέω-ῶ

προσκοπή

προσκόπησις
προσκοπή, ῆς () action de s’avancer en reconnaissance, Thc. 1, 116 ; DC. Exc. 82, 57.
Étym. προσκέπτομαι.
προσκοπή, ῆς ()
1 c. πρόσκομμα, NT. 2 Cor. 6, 3 ||
2 heurt, fig. haine, inimitié, joint à φθόνος, Pol. 6, 7, 8, etc. ; à μῖσος, Pol. 30, 20, 8 ; à ἀλλοτριότης, Pol. 31, 18, 4, etc.
Étym. προσκόπτω.