πρόσκρουσις

πρόσκρουσμα

προσκρουσμός
πρόσκρουσμα, ατος (τὸ) ce contre quoi on se heurte, obstacle, Arstt. P.A. 2, 13, 12 ; p. suite, sujet de mécontentement, Dém. 1257, 8 ; DH. 4, 25 ; 7, 45 ; 10, 31.
Étym. προσκρούω.