Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
προσκτάομαι-ῶμαι
πρόσκτησις
πρόσκτητος
πρόσκτησις,
εως
(
ἡ
) acquisition nouvelle,
Artém.
3, 61
.
Étym.
προσκτάομαι
.