προσμόνως

προσμυθέομαι

προσμυθεύω
*προσ·μυθέομαι, poét. προτιμυθέομαι (ao. inf. προτιμυθήσασθαι) Od. 11, 143, et ποτιμυθέομαι, Thcr. Idyl. 25, 66, adresser la parole à, acc. Od. l. c. ; dat. Thcr. Idyl. l. c.