Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
προσομόργνυμι
προσόμουρος
προσονειδίζω
προσ·όμουρος,
ος, ον,
limitrophe,
Hdt.
4, 173
.
Étym.
ion.
c.
*προσόμορος,
de
π. ὅμορος
.