προσπαρασκευάζω

προσπαρατίθημι

προσπαρατρώγω
προσ·παρατίθημι (f. -παραθήσω, ao. -παρέθηκα, etc.) [τῐ]
1 mettre sous les yeux, Pol. 3, 99, 7 ||
2 ajouter encore, Ath. 137e, etc.