προσυψόω-ῶ

προσφάγημα

προσφάγιον
προσφάγημα, ατος (τὸ) [φᾰ] ce qu’on mange en outre du pain, pitance, Es. 64 Halm (προσφαγεῖν, inf. ao. 2 de προσέδω).