προσφιλονεικέω-ῶ

προσφιλοπονέω-ῶ

προσφιλοσοφέω-ῶ
προσ·φιλοπονέω-ῶ [] aimer à se donner de la peine pour, Naz. 1, 596 ; 2, 292 Migne.