πρόσφυμα

πρόσφυξ

προσφυσάω-ῶ
πρόσφυξ, υγος (ὁ, ἡ) [ῠγ] qui se réfugie auprès de, qui cherche asile ou protection, client, Hdn 5, 3, 18.
Étym. προσφεύγω.