Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
προσπλαστικός
πρόσπλαστος
πρόσπλατος
πρόσπλαστος,
ος, ον,
abordable, accessible à,
dat.
Eschl.
Pr.
716
vulg.
(
corr.
πρόσπλατος
[
ᾱ
]).
Étym.
προσπλάζω
;
πρόσπλατος,
de
π. πελάω
.