προσπλαστικός

πρόσπλαστος

πρόσπλατος
πρόσπλαστος, ος, ον, abordable, accessible à, dat. Eschl. Pr. 716 vulg. (corr. πρόσπλατος []).
Étym. προσπλάζω ; πρόσπλατος, de π. πελάω.