προσπολεμέω-ῶ

προσπολεμόομαι-οῦμαι

προσπολέομαι-οῦμαι
προσ·πολεμόομαι-οῦμαι, faire en outre la guerre à, acc. Thc. 3, 3, DC. 37, 20.
Étym. π. πολεμόω.