προσστασιάζω

προσσταυρόω-ῶ

προσστείχω
προσ·σταυρόω-ῶ, entourer de palissades, acc. Thc. 4, 9 (var. προεσταύρωσε) ; App. Civ. 5, 33.
Étym. var. προεσταύρου.