προσταγή

πρόσταγμα

προστακτέον
πρόσταγμα, ατος (τὸ) ordre, commandement, Plat. Rsp. 423c, etc. ; Isocr. 77d, etc. ; ἐκ προστάγματος, Dém. 216, 11 ; κατὰ πρόσταγμα, DS. 14, 41, etc. par ordre ; κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ παιδαγωγοῦ, Arstt. Nic. 4, 12, 8, selon les prescriptions du maître.
Étym. προστάσσω.