προστακτικός
προστακτικῶςπροστακτικός, ή, όν,
propre au commandement, impératif, Plut.
M. 1537f ; Phoc. 5 ; ἡ προστακτικὴ ἔγκλισις, D.
Thr. 638, 7 ; ou subst. ἡ προστακτική (s. e.
ἔγκλισις) Gramm., ou ἡ πρ. ἐκφορά, Dysc.
Synt. 76 ;
τὸ προστακτικόν, DL. 7, 66, 67, le mode
impératif.
Étym.
προστάσσω.