προστακτός

προσταλαιπωρέω-ῶ

πρόσταξις
προσ·ταλαιπωρέω-ῶ [] continuer de souffrir, d’être malheureux, Thc. 2, 53 ; Ar. Lys. 766 ; Plut. Arat. 27.