προστελείωσις

προστελέω-ῶ

προστέλλω
προσ·τελέω-ῶ :
1 payer en outre, Xén. An. 7, 6, 30 ||
2 payer auparavant, Thc. 6, 31, 5 vulg.
Étym. conj. προετετελέκει.