προστερατεύομαι

προστερνίδιον

πρόστερνος
προ·στερνίδιον, ου (τὸ) [ῐδ]
1 harnais pour le poitrail des chevaux, Xén. Eq. 12, 8 ; An. 1, 8, 7, etc. ||
2 fausse gorge pour les acteurs, Luc. Salt. 27.
Étym. π. στέρνον.