πρόσθημα

προσθιγγάνω

προσθίδιος
προσ·θιγγάνω (f. προσθίξομαι, ao. 2 προσέθιγον) toucher à, gén. Eschl. Ch. 1059 ; Soph. O.C. 173, Ph. 9 ; Eur. I.A. 339.