προσθροέω-οῶ

προσθύμιος

προσιατρεύω
*προσ·θύμιος, dor. ποτι·θύμιος, ος, ον [ῐῡ] conforme au désir de, bienvenu de, dat. Anth. 6, 288.
Étym. π. θυμός.