προστυπής

πρόστυπος

προστυπόω-ῶ
πρόσ·τυπος, ος, ον []
1 gravé en bas-relief (p. opp. à ἔκτυπος) Ath. 199e ||
2 p. anal. collé à plat, Diosc. 4, 10.
Étym. π. τύπτω.