προστεχνάομαι-ῶμαι

προστηθίδιον

προστήθιον
προστηθίδιον, ου (τὸ) [ῐδ] buste, litt. image taillée jusqu’à la poitrine, Pol. 22, 20, 6.
Étym. π. στῆθος.