προσυναιρέω-ῶ

προσυναπάντησις

προσυνάπτω
προ·συναπάντησις, εως () [ᾰπ] correspondance entre plusieurs termes disposés géométriquement, t. de rhét. Rhét. 8, 485 W.
Étym. π. συναπαντάω.