προσυϐρίζω

προσυγγίγνομαι

προσύγκειμαι
προ·συγγίγνομαι, ancien att. προ·ξυγγίγνομαι :
1 conférer auparavant avec, dat. Thc. 8, 14 ||
2 se mettre d’accord auparavant avec, DC. 52, 33.