προσυνίστημι

προσυνοικέω-ῶ

προσυντάσσομαι
προ·συνοικέω-ῶ :
1 habiter auparavant avec, dat. Hdt. 3, 88 ; Plut. Demetr. 14 ||
2 habiter en outre avec, dat. Thc. 6, 2 ||
E Att. προσξυνοικέω, Thc. l. c.