προσυντάσσομαι

προσυντίθεμαι

προσυντρίϐω
προ·συντίθεμαι (f. -συνθήσομαι, ao. -συνεθέμην, etc.) faire auparavant une convention avec, dat. Jos. B.J. 5, 13, 1 ; DC. 36, 28, etc.