προσυπεργάζομαι

προσυπέχω

προσυπισχνέομαι-οῦμαι
προσ·υπέχω (f. -υφέξω, ao. 2 -υπέσχον, etc.) fournir en outre : λόγον, Dém. 1436, 7, rendre ou avoir à rendre compte, en outre, de, gén.