προσυφαίνω

προσυφίσταμαι

προσυψόω-ῶ
προσ·υφίσταμαι (f. -υποστήσομαι, ao. 2 -υπέστην, etc.) s’ajouter : τὰ προσυφεστῶτα, M. Ant. 5, 19, les choses qui surviennent en outre, les accidents, t. de philos.