προσυπόκειμαι

προσυπολαμϐάνω

προσυπομένω
προσ·υπολαμϐάνω (f. -υπολήψομαι, ao. 2 -υπέλαϐον, etc.) supposer ou penser en outre, Arstt. Cæl. 4, 1, 6 ; DH. Thuc. 35, 1.