προσυπομένω

προσυπομιμνῄσκω

προσυπομνηστέον
προσ·υπομιμνῄσκω :
1 faire souvenir : τινά τι, Pol. 39, 2, 2, qqn de qqe ch. ||
2 mentionner en outre, Str. 824, vb. προσυπομνηστέον.