προσηγορία

προσηγορικός

προσηγορικῶς
προσηγορικός, ή, όν, dont on se sert pour nommer : πρ. ὄνομα :
1 nom commun, DH. Comp. 2, etc. ||
2 prénom, p. opp. au nom (τὸ συγγενικόν) DH. 3, 65, 70 ; 4, 1 ||
3 surnom, Plut. Mar. 1.
Étym. προσήγορος.