προτειχίζω

προτείχισμα

προτέλειος
προ·τείχισμα, ατος (τὸ) fortification devant un mur, rempart, Thc. 4, 90 ; 6, 100 ; Pol. 2, 69, 6, etc.
Étym. π. τειχίζω.