Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
προθυμιάομαι-ῶμαι
προθυμοποιέομαι-οῦμαι
πρόθυμος
προθυμο·ποιέομαι-οῦμαι
[
ῡ
] remplir d’ardeur,
acc.
DS.
14, 56
.
Étym.
πρόθυμος, π.