προτρώγω

προτυγχάνω

πρότυπος
προ·τυγχάνω (f. προτεύξομαι, ao. 2 προέτυχον, etc.)
1 être ou se trouver le premier : τὸ προτυχόν, Pd. P. 4, 61, la première chose venue ||
2 obtenir auparavant, gén. DC. 47, 34 ; abs. App. Civ. 1, 53.