προῦμνον

προὔνεικος

προὐννέπω
προὔνεικος, ου ()
1 portefaix, DL. 4, 6 ||
2 adj. προὔνεικος, ος, ον, lascif (attouchement) Anth. 12, 209.
Étym. προενεγκεῖν.