προὔπιον

προϋπισχνέομαι-οῦμαι

προϋποϐάλλω
προ·ϋπισχνέομαι-οῦμαι (f. -ϋποσχήσομαι, ao. 2 -ϋπεσχόμην, etc.) promettre auparavant, Pol. 32, 9, 2 ; DC. 60, 25, etc.