Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
προϋποπτεύω
προϋπόστασις
προϋποστέλλω
προϋπόστασις,
εως
(
ἡ
) [
ᾰ
] préexistence,
Diosc.
Iob.
p. 55
.
Étym.
προϋφίστημι
.