προηγορία

προήγορος

προηγουμένως
προ·ήγορος, ου () propr. qui parle pour qqn, d’où :
1 défenseur, avocat, Thém. 326a, etc. ||
2 magistrat, à Catane, Cic. Verr. 4, 23 ||
E Dor. προάγορος [] Cic. l. c.
Étym. π. ἀγορεύω.