προηγητήρ

προηγητής

προηγητικός
προ·ηγητής, οῦ ()
1 celui qui marche devant, guide, Soph. O.R. 1292, Ant. 990 ||
2 celui qui conduit le char de la mariée, Hypér. Lyc. 4.
Étym. προηγέομαι.