Πρυμνώ

πρυμνώρεια

πρυτανεία
πρυμν·ώρεια, ας () extrémité d’une montagne, Il. 14, 307 ; Pisandr. (E. Byz. vo Νιφάτης).
Étym. πρυμνός, ὄρος.