πρωΐζω

πρωΐθεν

πρωϊκαρπέω-ῶ
πρωΐθεν, adv. ἀπὸ πρωΐθεν, Spt. Ex. 18, 13 ; Ruth 2, 7, dès le matin.
Étym. πρωΐ, -θεν.