Πρωταγόρειος

πρωτάγριον

πρωταγωνιστέω-ῶ
πρωτ·άγριον, ου (τὸ) première pièce de gibier, Call. Dian. 104 ; prémices, Anth. 9, 656 ; Nonn. D. 37, 467, etc.
Étym. πρ. ἄγρα.