πρῶτα

πρωτάγγελος

Πρωταγόρας
πρωτ·άγγελος, ος, ον, qui annonce le premier qqe ch. ; Anth. 9, 383, Nonn. Jo. 1, 46.
Étym. πρῶτος, ἀγγέλλω.