Πρωταρχίδης

πρώταρχος

Πρώταρχος
πρώτ·αρχος, ος, ον :
1 qui marque le commencement d’une chose, Eschl. Ag. 1192 ||
2 chef, gouverneur, Spt. 2 Macc. 10, 11.
Étym. πρ. ἄρχω.