πρωτόϐολος

πρωτόγαλα

πρωτόγαμος
πρωτό·γαλα, -γάλακτος (τὸ) [γᾰ] seul. au plur. colostrum, premier lait des femmes après leurs couches, Gal. 2, 99.
Étym. πρ. γάλα.