πρωτογένειος

πρωτογενής

Πρωτογένης
πρωτο·γενής, ής, ές, le premier-né, le plus ancien, Orph. H. 24, 2, etc. ; en parl. de choses, Plat. Pol. 288e, 289a.
Étym. πρ. γένος.