πρωτογέννητος

πρωτογεύστης

πρωτογλυφής
πρωτο·γεύστης, ου () litt. « qui goûte le premier ou d’abord » n. d’un animal des Indes inconnu, A. Aphr. Probl. 2, 60.
Étym. πρ. γεύομαι.