Πρωτοθύης

πρωτοκαθεδρία

πρωτοκλήσια
πρωτο·καθεδρία, ας () première place dans une assemblée, préséance, NT. Matth. 23, 6 ; Clém. 113, 16 Sylb.
Étym. πρ. καθέδρα.