πρωτόκλητος

πρωτοκλισία

πρωτοκουρία
πρωτο·κλισία, ας () [λῐ] la place d’honneur (litt. le premier lit) dans un repas, NT. Matth. 23, 6 ; Clém. 322, 48 Sylb.
Étym. πρ. κλίνω.