πρωτονύμφευτος

πρωτοπαγής

πρωτοπάθεια
πρωτο·παγής, ής, ές [] assemblé ou construit nouvellement, Il. 5, 194 ; 24, 267 ; Héraclite gramm. All. Hom. 23.
Étym. πρ. πήγνυμι.